πλισ(σ)άρω

πλισ(σ)άρω
Ν
κατασκευάζω πτύχωση σε ένα ύφασμα, κάνω πλισ(σ)έ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plisser «διπλώνω» < λατ. plico «πτυχώνω, διπλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλισ(σ)άρισμα — το, Ν [πλισ(σ)άρω] (σχετικά με ενδυμασία) η κατασκευή σειράς από πτυχώσεις, τσακίσεις, πιέτες, οι οποίες σχηματίζονται με αναδιπλώσεις τού υφάσματος και διατηρούνται σχεδόν μόνιμα με πίεση ή ράψιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”